αγιοβασιλίαση

Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα, τέτοιες χριστουγεννιάτικες μέρες, από το να βρεθείς σε ένα γεμάτο εμπορικό κέντρο. Σπαστική χριστουγεννιάτικη μουσική, φωτάκια παντού, υπερπληθώρα κόσμου, φασαρία, οικογένειες και παιδάκια. Και με την εμφάνισή μου, ψηλός και αδύνατος, πέτσινο αμάνικο μπουφάν μηχανής, μακριά μαλλιά, τατουάζ, φαβορίτες και αλητεία, ήμουν σαν την μύγα μέσα στο γάλα. Πως βρέθηκα εγώ, ένας γνήσιος μηχανόβιος, ο αρχηγός της περιβόητης συμμορίας μοτοσικλετιστών Σκληροί Καβαλάρηδες ανάμεσα σε οικογένειες σε ένα εμπορικό κέντρο παραμονή Χριστουγέννων; Μεγάλη ιστορία, περιληπτικά όμως θα σας πω ότι η κόρη μου η Σίλα που δούλευε σε ένα από τα καταστήματα στο εμπορικό κέντρο με είχε καλέσει για να μου δώσει ένα Χριστουγεννιάτικο δώρο, λέει. Δεν μπορούσα να της χαλάσω χατίρι.

Η Σίλα είναι ένας υπέροχος άνθρωπος και νιώθω ότι με καταλαβαίνει και θαυμάζει το ελεύθερο πνεύμα που είμαι, αλλά και εγώ είμαι πολύ περήφανος για αυτήν. Μακάρι να την είχα γνωρίσει από μικρή. Βλέποντας οικογένειες τώρα προσπαθώ να φανταστώ πως θα ήταν η ζωή μου σήμερα αν δεν είχα χωρίσει με την Τζόντι. Αν μου είχε πει για την Σίλα. Αν είχα την ευκαιρία να την γνωρίσω και πριν την εφηβεία.

Τώρα όμως είχα διανύσει 436 χιλιόμετρα για να έρθω στην πόλη και ήμουν εντελώς ψόφιος. Επιπλέον είχα γυρίσει πάνω κάτω όλο αυτό το διαολεμένο δαιδαλώδες εμπορικό κέντρο και δεν είχα καταφέρει να την βρω. Την πήρα ένα τηλέφωνο ακόμη για να μου εξηγήσει πού βρίσκονταν. Ήταν κοντά σε ένα σημείο όπου θυμάμαι ότι είχα περάσει αλλά έτσι χαοτικός που ήταν ο χώρος δεν μπορούσα να θυμηθώ πώς να πάω προς τα εκεί. Αποφάσισα να διασχίσω ένα τεράστιο κατάστημα επίπλων και αντικειμένων νοικοκυριού. Οι δυνάμεις μου με εγκατέλειπαν όμως. Έτσι αποφάσισα να καθίσω σε μια πολυθρόνα να πάρω μια ανάσα, έβγαλα το φλασκί με το ουίσκι και ήπια λίγες γουλιές για να αντέξω όλη αυτήν τη φρίκη που ζούσα και…

Ξύπνησα ξαφνικά από μια παιδική φωνή μέσα στο αυτί μου. Διαπίστωσα ότι ήταν ένα αγοράκι που καθόταν στην αγκαλιά μου. «Τι θες ρε μπόμπιρα;» το ρώτησα. «Θέλω να μου φέρεις ένα τρενάκι με μπαταρίες και bluetooth» είπε το νιάνιαρο. «Και τι μου το λες εμένα, τράβα πες το στους φλώρους τους γονείς σου» απάντησα. Μου φάνηκε τόσο αστείο αυτό που άρχισα να γελάω δυνατά με όλη την καρδιά μου… Κάτι συνέβαινε όμως, για στάσου. Τι γέλιο είναι αυτό που μου βγήκε; δεν γελούσα έτσι… και γιατί φορούσα μια κόκκινη πιτζάμα, μα τι συμβαίνει; Το μούσι μου δεν είναι τόσο μεγάλο και λευκό και δεν έχω κοιλίτσα. Πέταξα το παιδάκι από πάνω μου και έτρεξα έντρομος στον πρώτο καθρέφτη που βρήκα για να δω το είδωλό μου και με τρόμο διαπίστωσα ότι έβλεπα… τον Άγιο Βασίλη! Με μασκάρεψε κάποιος για φάρσα; σκέφτηκα, τράβηξα τα μούσια μου αλλά έβγαιναν αληθινά από το δέρμα μου και η κοιλιά μου και τα μαγουλάκια ήταν πραγματικά. Μα τι εφιάλτης είναι αυτός; Έχω μεταμορφωθεί, στον Άγιο Βασίλη! Όχι δεν μπορεί, καλύτερα σε κατσαρίδα όπως στην Μεταμόρφωση του Κάφκα, αλλά όχι στον Άγιο Βασίλη παραμονή Χριστουγέννων.

Ένα πλήθος παιδάκια τώρα έρχονταν κατά πάνω μου. Άγιε Βασίλη, Άγιε Βασίλη φώναζαν μανιασμένα. Οι γονείς τους τα έστελναν από παντού προς το μέρος μου σαν τορπίλες υποβρυχίων. Άρχισα να τρέχω πανικόβλητος για να τα αποφύγω. Έπρεπε να φύγω, έπρεπε να ξεφύγω, αποφάσισα να βγω από το εμπορικό κέντρο αλλά ήταν πολύπλοκο σαν λαβύρινθος. Με έπιανε ίλιγγος. Άρχισα να τρέχω συνέχεια προς την ίδια κατεύθυνση. Σε λίγο είδα μια ταμπέλα Έξοδος, επιτέλους σκέφτηκα, όμως την φυλούσαν δυο σεκιούριτι που μόλις με είδαν πήγαν να με αρπάξουν σαν να ήμουν δραπέτης, έφαγαν δυο γερές ο καθένας και τους άφησα στον τόπο, τώρα επιτέλους ήμουν ελεύθερος στον καθαρό αέρα. Πήρα δυο αναπνοές και άρχισα να τρέχω προς την μηχανή μου. Θυμόμουν ότι ήταν στο τμήμα Β3 του πάρκινγ. Όταν έφτασα εκεί όμως η μηχανή μου δεν ήταν πουθενά και στην θέση της με περίμενε ένα έλκηθρο με τάρανδους. Όχι την τρέλα μου φώναξα, πού είναι η μηχανή μου; δεν συμβαίνει αυτό, δεν γίνεται να συμβαίνει.

Ο μπροστινός τάρανδος γύρισε προς το μέρος μου και με κοίταξε σαν να με καταλάβαινε.

– Αν δεν έχεις καβαλήσει έλκηθρο με μαγικούς τάρανδους δεν ξέρεις τι θα πει ταχύτητα και γκάζι ρε φλώρε,  μου είπε με βραχνή φωνή.

Μα φυσικά ο Ρούντολφ ο τάρανδος που μιλάει, είπα, σίγουρα βλέπω κάποιο όνειρο και θα ξυπνήσω, δεν γίνεται αλλιώς. Άρχισα να τσιμπιέμαι και να δίνω χαστούκια στον εαυτό μου για να δοκιμάσω την θεωρία μου αλλά κατάφερα μόνο να πονέσω.

–Δεν είναι όνειρο ρε φλώρε, είπε ο Ρούντολφ, είναι αλήθεια

–Και τότε τι είναι; κάποιου είδους Χριστουγεννιάτικη κατάρα; Επειδή μισώ τα Χριστούγεννα και τα παιδάκια κάποιος με καταράστηκε; Αυτό είναι; Τι έχω κάνει να αξίζω μια τέτοια φρικτή τιμωρία;

– Δεν  είναι τιμωρία ρε, είπε ο Ρούντολφ, είναι μια ευκαιρία

-Ευκαιρία για τι πράγμα;

-Για να επανορθωθεί ρε φλώρε, είπε ο Ρούντολφ, δεν έχεις αναρωτηθεί πως ο Άγιος Βασίλης καταφέρνει να μοιράσει όλα τα δώρα μέσα σε μια νύχτα; Που να αναρωτηθείς όμως; Ούτε πιστεύεις στον Άγιο Βασίλη τέτοιος καλικάτζαρος που είσαι, κάτι τέτοιοι σαν και εσένα χαλάνε την Χριστουγεννιάτικη οικογενειακή ατμόσφαιρα

-Πες μου μόνο πώς θα λυθούν αυτά τα φριχτά μάγια, απαίτησα

Ακόμη δεν κατάλαβες; Μισείς όλα τα παιδάκια; Για σκέψου; Δεν έχεις πικραθεί ποτέ για τίποτε;

-Μα δεν μπορεί; είπα καθώς συνειδητοποιούσα, αυτό που θα ήθελα να επανορθώσω θα γινόταν μόνο με ταξίδι στο χρόνο…

-Άντε έμπα μέσα ρε αργόστροφε, είπε ο Ρούντολφ αυστηρά, γίνεται, και σε αυτό το κουτί είναι και η επιθυμία της για το δώρο…

Πήδηξα πάνω στο έλκηθρο και πετάξαμε, σε λίγο φτάσαμε πίσω στο χρόνο στο σπίτι που έμεναν η Τζόντι με την μικρή Σίλα. Μπήκα από την καμινάδα και της άφησα το δωράκι της, ένα φως άναψε και η παιδική της φωνή ακούστηκε. Έφυγα γρήγορα αλλά κρύφτηκα πίσω από κάτι φυλλωσιές για να την δω. Η μικρή Σίλα ενθουσιασμένη άρχισε να τσιρίζει από χαρά, άνοιξε το δώρο και η παιδική της ψυχούλα γέμισε με χαρά και αγάπη, ήταν μια τόσο συγκινητική στιγμή, ένα δάκρυ μου ξέφυγε βλέποντας αυτό το σκηνικό. Ήταν τόσο άδικο, δεν είχε έναν πατέρα να ντυθεί Άγιος Βασίλης και να της πάρει ένα δώρο…

Ξύπνησα την επόμενη μέρα των Χριστουγέννων στο πάρκινγ του εμπορικού κέντρου δίπλα στην μηχανή μου. Είχα την κανονική μου μορφή τώρα. Δεν ήταν κάποιο όνειρο, συνειδητοποίησα ότι είχε συμβεί πραγματικά! Ήταν το πραγματικό θαύμα των Χριστουγέννων. Όταν συνάντησα αργότερα τη Σίλα μου διηγήθηκε για εκείνη την παραμονή Χριστουγέννων όταν ήταν 4 χρονών που ο Άγιος Βασίλης της είχε φέρει το δώρο της…

Από τότε γνωρίζω ότι το νόημα των Χριστουγέννων είναι ένα θαύμα και μια γιορτή αγάπης… Προσπάθησα να το μεταδώσω και στην συμμορία μου αυτό, μάλιστα τους πήρα όλους δώρα, ωστόσο δεν φάνηκαν να συμμερίζονται την νέα μου αυτή αντίληψη, μάλιστα όταν επέμενα να φοράμε σκουφάκια και να στολίζουμε τις τσόπερ μηχανές μας με χριστουγεννιάτικα φωτάκια παραλίγο να με διώξουν εντελώς από την συμμορία…